- ὁμολογήσαντες
- признавшие
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ὁμολογήσαντες — ὁμολογέω to be aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)